φουντάρω

φουντάρω
(αόρ. (ε)φουντάρισα и (ε)φούνταρα) 1. μετ. топить, пускать ко дну;
2. αμετ. 1) бросать якорь; 2) тонуть, идти ко дну, погружаться на дно

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φουντάρω" в других словарях:

  • φουντάρω — φουντάρω, φούνταρα και φουντάρισα, φουνταρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φουντάρω — Ν 1. βυθίζω πλοίο 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ 4. μτφ. αποτυγχάνω πλήρως, καταστρέφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fundare < λατ. fundo, āre «θεμελιώνω, στερεώνω» < λατ. fundus, i «πυθμένας, θεμέλιο»] …   Dictionary of Greek

  • φουντάρω — φουντάρισα και φούνταρα, φουνταρισμένος (λ. ιταλ.) 1. μτβ., βυθίζω πλοίο με βίαιο τρόπο (εμβολή, σύγκρουση, ανατίναξη). 2. αμτβ., καταβυθίζομαι, καταποντίζομαι, βουλιάζω, πάω φούντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποντίζω — ΝΜΑ [πόντος] βυθίζω στη θάλασσα («οὐδ ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. ρίχνω την άγκυρα στη θάλασσα για αγκυροβολία πλοίου σε όρμο ή σε λιμάνι, φουντάρω («πόντισον!» [εκτελεστικό κέλευσμα] άφησε την άγκυρα να πέσει στη θάλασσα) 2. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • φουντάρισμα — το, Ν [φουντάρω] 1. βίαιη βύθιση, καταβύθιση, βούλιαγμα 2. πόντιση τής άγκυρας, αγκυροβόλημα …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβολώ — αγκυροβόλησα, αγκυροβολημένος, ρίχνω άγκυρα, φουντάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποντίζω — πόντισα, ποντίστηκα, ποντισμένος, ρίχνω στο νερό ή σε υγρό, βυθίζω, αλλ. καταποντίζω, φουντάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»